Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fascinatingly
01
γοητευτικά, με έναν γοητευτικό τρόπο
in a manner that captures intense interest or curiosity
Παραδείγματα
The art exhibition showcased diverse works that were interpreted fascinatingly by the curator.
Η έκθεση τέχνης παρουσίασε ποικίλα έργα που ερμηνεύτηκαν γοητευτικά από τον επιμελητή.
The travelogue described exotic destinations fascinatingly, inspiring wanderlust in its readers.
Το ταξιδιωτικό ημερολόγιο περιέγραφε γοητευτικά εξωτικούς προορισμούς, εμπνέοντας την επιθυμία για ταξίδια στους αναγνώστες του.
Λεξικό Δέντρο
fascinatingly
fascinating
fascinate



























