Ampule
volume
British pronunciation/ˈæmpjuːl/
American pronunciation/ˈæmpjuːl/
ampoule
ampul

Ορισμός και Σημασία του "ampule"

01

a small bottle that contains a drug (especially a sealed sterile container for injection by needle)

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store