Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Eyesight
01
όραση, οπτική ικανότητα
the ability that enables a person to see
Παραδείγματα
His eyesight has improved after wearing glasses.
Η όρασή του βελτιώθηκε μετά τη χρήση γυαλιών.
She struggles with poor eyesight and uses contact lenses.
Παλεύει με κακή όραση και χρησιμοποιεί φακούς επαφής.
Λεξικό Δέντρο
eyesight
eye
sight



























