Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
extramural
01
εξωσχολικός, εκτός προγράμματος
pertaining to activities or programs conducted outside the regular academic or professional setting
Παραδείγματα
She participated in extramural sports activities to stay active and socialize outside of school hours.
Συμμετείχε σε εκτός σχολείου αθλητικές δραστηριότητες για να παραμείνει ενεργή και να κοινωνικοποιηθεί εκτός σχολικών ωρών.
The university offered extramural language courses for students interested in learning a new language outside of their regular curriculum.
Το πανεπιστήμιο προσέφερε εξωσχολικές γλωσσικές σπουδές για φοιτητές που ενδιαφέρονταν να μάθουν μια νέα γλώσσα εκτός του κανονικού τους προγράμματος σπουδών.
Λεξικό Δέντρο
extramural
extra
mural



























