Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
experient
01
έμπειρος, ειδικευμένος
having experience; having knowledge or skill from observation or participation
Λεξικό Δέντρο
experiential
inexperient
experient
experi
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
έμπειρος, ειδικευμένος
Λεξικό Δέντρο