Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
experiential
01
εμπειρικός, πειραματικός
relating to or resulting from experience
02
εμπειρικός, προερχόμενος από την εμπειρία
derived from experience or the experience of existence
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
εμπειρικός, πειραματικός
εμπειρικός, προερχόμενος από την εμπειρία