Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
eventually
01
τελικά, στο τέλος
after or at the end of a series of events or an extended period
Παραδείγματα
He eventually became the manager of the company.
Τελικά έγινε ο διευθυντής της εταιρείας.
Despite initial setbacks, they eventually succeeded in completing the challenging project.
Παρά τις αρχικές αναποδιές, τελικά κατάφεραν να ολοκληρώσουν την πρόκληση του έργου.



























