Abidance
volume
British pronunciation/ˈabɪdəns/
American pronunciation/ˈæbɪdəns/

Ορισμός και Σημασία του "abidance"

01

the act of abiding (enduring without yielding)

02

the act of dwelling in a place

03

acting according to certain accepted standards

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store