Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Estrogen
01
οιστρογόνο, θηλυκό ορμόνη
a hormone primarily responsible for female reproductive development and regulation
Λεξικό Δέντρο
estrogenic
estrogen
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
οιστρογόνο, θηλυκό ορμόνη
Λεξικό Δέντρο