Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to estrange
01
αποξενώνω, απομακρύνω
to make someone feel emotionally separated or distant from others, often due to disagreements or hurt feelings
Παραδείγματα
His provocative remarks estrange him from his coworkers, sparking frequent conflicts in the workplace.
Οι προκλητικές παρατηρήσεις του τον αποξενώνουν από τους συναδέλφους του, προκαλώντας συχνές συγκρούσεις στον χώρο εργασίας.
If she continues to disregard their opinions, it will estrange her from her friends, creating rifts that may be difficult to mend.
Αν συνεχίσει να αγνοεί τις απόψεις τους, αυτό θα αποξενώσει από τους φίλους της, δημιουργώντας ρήγματα που μπορεί να είναι δύσκολο να επισκευαστούν.
02
αποξενώνω, απομακρύνω
remove from customary environment or associations
Λεξικό Δέντρο
estranged
estrangement
estranging
estrange



























