Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Essayist
01
δοκιμιογράφος, συγγραφέας δοκιμίων
someone who writes essays to be published
Παραδείγματα
The famous essayist wrote about social issues with sharp wit.
Ο διάσημος δοκιμιογράφος έγραψε για κοινωνικά ζητήματα με οξύμωρο.
As an essayist, she contributed monthly pieces to the literary review.
Ως δοκιμιογράφος, συνέβαλε κάθε μήνα με κείμενα στη λογοτεχνική ανασκόπηση.
Λεξικό Δέντρο
essayist
essay



























