Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to escalate
01
επιδεινώνω, εντείνω
to make something become much worse or more intense
Transitive: to escalate a situation
Παραδείγματα
Ignoring the initial signs of conflict can escalate the situation.
Η αγνόηση των αρχικών σημείων σύγκρουσης μπορεί να επιδεινώσει την κατάσταση.
Failure to address the issue promptly may escalate tensions within the community.
Η αποτυχία αντιμετώπισης του ζητήματος αμέσως μπορεί να εντείνει τις εντάσεις εντός της κοινότητας.
02
επιδεινώνομαι, κλιμακώνομαι
to become much worse or more intense
Intransitive
Παραδείγματα
Misunderstandings can quickly escalate if not addressed early.
Οι παρεξηγήσεις μπορούν γρήγορα κλιμακωθούν αν δεν αντιμετωπιστούν νωρίς.
Ongoing conflicts are currently escalating in the troubled region.
Οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις κλιμακώνονται επί του παρόντος στην ταραγμένη περιοχή.
Λεξικό Δέντρο
escalation
escalator
escalate
escal



























