Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
erectile dysfunction
/ɪɹˈɛktaɪl dɪsfˈʌŋkʃən/
/ɪɹˈɛktaɪl dɪsfˈʌŋkʃən/
Erectile dysfunction
01
δυσλειτουργία στύσης, ανικανότητα
a condition where a man has difficulty achieving or maintaining an erection sufficient for sexual activity
Παραδείγματα
Erectile dysfunction can result from various factors, including age, medical conditions, or psychological issues.
Η στυτική δυσλειτουργία μπορεί να προκύψει από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της ηλικίας, ιατρικών καταστάσεων ή ψυχολογικών ζητημάτων.
Support from a partner and a positive approach to intimacy can be beneficial for managing erectile dysfunction.
Η υποστήριξη από έναν σύντροφο και μια θετική προσέγγιση στην οικειότητα μπορεί να είναι ευεργετική για τη διαχείριση της στυτικής δυσλειτουργίας.



























