Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ambiance
01
ατμόσφαιρα, κλίμα
the overall mood, feeling, or character of a place, shaped by its surroundings and influences
Παραδείγματα
The restaurant 's warm ambiance made it perfect for a romantic dinner.
Η ζεστή ατμόσφαιρα του εστιατορίου το έκανε ιδανικό για ένα ρομαντικό δείπνο.
Soft lighting created a relaxing ambiance in the room.
Το απαλό φωτισμό δημιούργησε μια χαλαρωτική ατμόσφαιρα στο δωμάτιο.



























