LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Enlarged heart
/ɛnlˈɑːdʒd hˈɑːt/
/ɛnlˈɑːɹdʒd hˈɑːɹt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "enlarged heart"
Enlarged heart
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an abnormal enlargement of the heart
word family
enlarged heart
enlarged heart
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
enlarged
enlarge
enlace
enl
enkindled
enlargement
enlarger
enlighten
enlightened
enlightening
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App