Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to endear
01
κάνω κάποιον αγαπητό, εμπνέω στοργή
to make one feel fond or affectionate toward someone or something
Παραδείγματα
He hopes his dedication to his work will endear him to his new boss.
Ελπίζει ότι η αφοσίωσή του στη δουλειά θα τον κάνει αγαπητό στον νέο του αφεντικό.
Her sweet and generous nature endeared her to all who knew her.
Η γλυκιά και γενναιόδωρη φύση της την έκανε αγαπητή σε όσους την γνώριζαν.
Λεξικό Δέντρο
endearing
endearment
endear



























