LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Enchantress
/ɛntʃˈɑːntɹəs/
/ɛntʃˈæntɹəs/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "enchantress"
Enchantress
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a female sorcerer or magician
02
a charming or seductive woman
enchantress
n
Παράδειγμα
The
enchantress
could
conjure
illusions
that
captivated
and
amazed
those
who
witnessed
her
magic
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App