Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to embrown
Παραδείγματα
Time had embrowned the edges of the old, fragile manuscript.
Ο χρόνος είχε καφετίσει τις άκρες του παλιού, εύθραστου χειρογράφου.
They embrowned the clay pots to give them an antique appearance.
Καφέτισαν τα πήλινα δοχεία για να τους δώσουν μια αρχαία εμφάνιση.
02
σκουραίνω, καφετίζω
cause to darken



























