LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Ell
/ˈɛl/
/ˈɛɫ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "ell"
Ell
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an extension at the end and at right angles to the main building
word family
ell
ell
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
elkhound
elk nut
elk
elizabethan theater
elixophyllin
ella fitzgerald
elli
elliott's goldenrod
ellipse
ellipsis
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App