Elasticised
volume
British pronunciation/ɪlˈɑːstɪsˌa‍ɪzd/
American pronunciation/ɪlˈæstɪsˌaɪzd/

Ορισμός και Σημασία του "elasticised"

elasticised
01

made with strands or inserts of elastic

word family

elasticised

elasticised

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store