LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Elasticised
/ɪlˈɑːstɪsˌaɪzd/
/ɪlˈæstɪsˌaɪzd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "elasticised"
elasticised
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
made with strands or inserts of elastic
word family
elasticised
elasticised
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
elastic tissue
elastic potential energy
elastic modulus
elastic energy
elastic device
elasticity
elasticity of shear
elasticized
elastin
elastography
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App