Elapsed
volume
British pronunciation/ɪlˈæpsd/
American pronunciation/ɪˈɫæpst/

Ορισμός και Σημασία του "elapsed"

01

(of time) having passed or slipped by

word family

elapse

elapse

Verb

elapsed

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store