LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Elapsed
/ɪlˈæpsd/
/ɪˈɫæpst/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "elapsed"
elapsed
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
(of time) having passed or slipped by
word family
elapse
elapse
Verb
elapsed
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
elapse
elapidae
elapid snake
elapid
elaphurus
elapsed time
elasmobranch
elasmobranchii
elastance
elastance unit
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App