LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Editorship
/ˈɛdɪtəʃˌɪp/
/ˈɛdətɝˌʃɪp/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "editorship"
Editorship
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the position of editor
word family
edit
edit
Verb
editor
Noun
editorship
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
editorially
editorialize
editorialist
editorial department
editorial board
edmond halley
edmond hoyle
edmond malone
edmond rostand
edmonton
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App