Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Editorialist
01
αρθρογράφος, συντάκτης επετηρίδων
a journalist who writes editorial pieces in the press
Παραδείγματα
The editorialist shared their opinion on the new government policy in today ’s newspaper.
Ο αρθρογράφος μοιράστηκε τη γνώμη του για τη νέα κυβερνητική πολιτική στη σημερινή εφημερίδα.
He became well-known as an editorialist for his bold takes on political matters.
Έγινε γνωστός ως αρθρογράφος για τις τολμηρές του απόψεις σε πολιτικά θέματα.
Λεξικό Δέντρο
editorialist
editorial
edit



























