LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Economics
/ˌiːkənˈɒmɪks/
/ˌɛkəˈnɑmɪks/, /ˌikəˈnɑmɪks/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "economics"
Economics
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a field of study that deals with a country's finances and its distribution or consumption
Παράδειγμα
They
read
economics
at
the
London School
of
Economics
.
They
will
audit
the
economics
seminar
next
semester
to
broaden
their
knowledge
of
financial
markets
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App