LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Earflap
/ˈiəflap/
/ˈɪɹflæp/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "earflap"
Earflap
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
one of two flaps attached to a cap to keep the ears warm
word family
earflap
earflap
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
eared seal
eared grebe
eared
eardrum
eardrop
earful
earhart
earl
earl grey
earl marshal
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App