Dwindle away
volume
British pronunciation/dwˈɪndəl ɐwˈeɪ/
American pronunciation/dwˈɪndəl ɐwˈeɪ/

Ορισμός και Σημασία του "dwindle away"

to dwindle away
01

become smaller or lose substance

word family

dwindle away

dwindle away

Verb
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store