LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Dwindle away
/dwˈɪndəl ɐwˈeɪ/
/dwˈɪndəl ɐwˈeɪ/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "dwindle away"
to dwindle away
ΡΉΜΑ
01
become smaller or lose substance
word family
dwindle away
dwindle away
Verb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
dwindle
dwight lyman moody
dwight filley davis
dwight davis
dwi
dwindle down
dwindling
dwindling away
dyad
dyadic
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App