LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Dyadic
/daɪˈadɪk/
/daɪˈædɪk/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "dyadic"
dyadic
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
of or relating to a dyad or based on two
word family
dyad
dyad
Noun
dyadic
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
dyad
dwindling away
dwindling
dwindle down
dwindle away
dyadic operation
dyarchy
dyaus
dyaus-pitar
dybbuk
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App