LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Droll
/dɹˈəʊl/
/ˈdɹoʊɫ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "droll"
droll
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
αστείος
amusing in an unconventional, whimsical, or quirky manner
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App