Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Drinkable
01
ποτό, πόσιμο υγρό
any liquid suitable for drinking
drinkable
01
πόσιμος, ασφαλής για κατανάλωση
(of a drink) suitable or safe for consuming
Παραδείγματα
The water from the tap is drinkable and meets safety standards.
Το νερό από τη βρύση είναι πόσιμο και πληροί τα πρότυπα ασφάλειας.
After boiling, the river water became drinkable for the hikers.
Μετά το βράσιμο, το νερό του ποταμού έγινε πόσιμο για τους πεζοπόρους.



























