Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Drinker
01
πίνων, καταναλωτής
someone who consumes a certain drink on a regular basis
Παραδείγματα
He is a coffee drinker who ca n’t start his day without a cup.
Είναι ένας πίνων καφέ που δεν μπορεί να ξεκινήσει την ημέρα του χωρίς ένα φλιτζάνι.
She ’s a tea drinker and always carries her favorite blend.
Είναι μια πίνουσα τσάι και πάντα κουβαλάει το αγαπημένο της μείγμα.
02
πότης, μεθύστακας
a person who drinks alcoholic beverages (especially to excess)
Λεξικό Δέντρο
nondrinker
drinker
drink



























