Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dragnet
01
τράτα, σύρτη
a conical fishnet dragged through the water at great depths
02
έρευνα, επιχείρηση σύλληψης
a method of searching for and capturing suspects or criminals by systematically covering an area
Παραδείγματα
The police conducted a dragnet in the neighborhood to apprehend the suspect.
Η αστυνομία πραγματοποίησε μια εφόδου στη γειτονιά για να συλλάβει τον ύποπτο.
The authorities implemented a dragnet operation to crack down on illegal drug activity in the city.
Οι αρχές εφάρμοσαν μια επιχείρηση δράκος για την καταπολέμηση της παράνομης δραστηριότητας ναρκωτικών στην πόλη.
Λεξικό Δέντρο
dragnet
drag
net



























