Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Drachma
01
δραχμή, ιστορική νομισματική μονάδα που χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν στην Ελλάδα
a historical unit of currency formerly used in Greece
Παραδείγματα
In ancient times, goods and services were bought and sold using the drachma as currency.
Στην αρχαιότητα, αγαθά και υπηρεσίες αγοράζονταν και πωλούνταν χρησιμοποιώντας τη δραχμή ως νόμισμα.
The value of the drachma fluctuated significantly in response to economic and political changes.
Η αξία της δραχμής κυμαινόταν σημαντικά ως απάντηση στις οικονομικές και πολιτικές αλλαγές.
02
δραχμή, μονάδα βάρους φαρμακευτικής ίση με το ένα όγδοο της ουγγιάς ή 60 κόκκους
a unit of apothecary weight equal to an eighth of an ounce or to 60 grains



























