Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
doubtless
01
αναμφίβολα, χωρίς αμφιβολία
without any uncertainty
Παραδείγματα
She will doubtless succeed in her new role.
Αυτή αναμφίβολα θα πετύχει στον νέο της ρόλο.
The project is doubtless going to be a success.
Το έργο αναμφίβολα θα είναι επιτυχία.



























