dolt
dolt
doʊlt
ντουλτ
British pronunciation
/dˈə‍ʊlt/

Ορισμός και σημασία του "dolt"στα αγγλικά

01

βλάκας, ηλίθιος

a person regarded as stupid or foolish
example
Παραδείγματα
Despite repeated warnings, the dolt proceeded to touch the hot stove, resulting in a painful burn.
Παρά τις επαναλαμβανόμενες προειδοποιήσεις, ο βλάκας συνέχισε να αγγίζει τη ζεστή σόμπα, με αποτέλεσμα ένα επώδυνο έγκαυμα.
The dolt could n't solve even the simplest math problems, much to the frustration of his classmates.
Ο βλάκας δεν μπορούσε να λύσει ούτε τα πιο απλά μαθηματικά προβλήματα, προκαλώντας μεγάλη απογοήτευση στους συμμαθητές του.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store