LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
ABC
/ˌeɪbˌiːsˈiː/
/ˈeɪˌbiˌsi/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "ABC"
ABC
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the elementary stages of any subject (usually plural)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
abbreviator
abbreviation
abbreviated
abbreviate
abbot
abcoulomb
abdicable
abdicate
abdication
abdicator
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App