Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Doctor of Theology
/dˈɑːktɚɹ ʌv θɪˈɑːlədʒi/
/dˈɒktəɹ ɒv θɪˈɒlədʒi/
Doctor of Theology
01
Δόκτωρ Θεολογίας, Διδακτορικό στη Θεολογία
a doctoral degree focusing on advanced study and research in the field of theology
Παραδείγματα
After years of theological study and research, she earned her Doctor of Theology degree.
Μετά από χρόνια θεολογικής μελέτης και έρευνας, απέκτησε το πτυχίο του διδάκτορα θεολογίας.
The renowned theologian holds a ThD and has written extensively on comparative religious ethics.
Ο διακεκριμένος θεολόγος κατέχει Διδακτορικό στη Θεολογία και έχει γράψει εκτενώς για συγκριτική θρησκευτική ηθική.



























