Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dockhand
01
λιμενεργάτης, φορτωτής πλοίων
a laborer who loads and unloads vessels in a port
Λεξικό Δέντρο
dockhand
dock
hand
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
λιμενεργάτης, φορτωτής πλοίων
Λεξικό Δέντρο
dock
hand