Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
divided highway
/dɪvˈaɪdᵻd hˈaɪweɪ/
/dɪvˈaɪdɪd hˈaɪweɪ/
Divided highway
01
διαχωρισμένη αυτοκινητόδρομος, δρόμος με διαχωριστικό μέσο
a road designed to accommodate two lanes of traffic in each direction, typically separated by a central barrier or grassy median
Dialect
American
Παραδείγματα
The divided highway made it much safer to drive, as cars traveling in opposite directions were separated by a large median.
Ο διαιρεμένος αυτοκινητόδρομος έκανε την οδήγηση πολύ πιο ασφαλή, καθώς τα αυτοκίνητα που ταξίδευαν σε αντίθετες κατευθύνσεις χωρίζονταν από ένα μεγάλο μεσαίο νησί.
After the construction of the new divided highway, traffic on the old road has decreased significantly.
Μετά την κατασκευή του νέου διαχωρισμένου αυτοκινητόδρομου, η κυκλοφορία στον παλιό δρόμο μειώθηκε σημαντικά.



























