Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
divided
01
διαιρεμένος, χωριστός
having been split into distinct parts
Παραδείγματα
The divided highway had separate lanes for traffic heading in opposite directions.
Ο διαιρεμένος αυτοκινητόδρομος είχε ξεχωριστές λωρίδες για την κυκλοφορία σε αντίθετες κατευθύνσεις.
The divided sections of the pie chart represented different categories of expenses.
Τα διαιρεμένα τμήματα του κυκλικού διαγράμματος αντιπροσώπευαν διαφορετικές κατηγορίες δαπανών.
02
διαιρεμένος, κατανεμημένος
distributed in portions (often equal) on the basis of a plan or purpose
03
διαιρεμένος, χωρισμένος
having a median strip or island between lanes of traffic moving in opposite directions
Λεξικό Δέντρο
undivided
divided
divide



























