Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
distributed
01
κατανεμημένος, διασκορπισμένος
spread out or scattered about or divided up
Λεξικό Δέντρο
redistributed
undistributed
distributed
distribute
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κατανεμημένος, διασκορπισμένος
Λεξικό Δέντρο