Distillate
volume
British pronunciation/dˈɪstɪlˌeɪt/
American pronunciation/ˈdɪstəˌɫeɪt/, /ˈdɪstəɫət/

Ορισμός και Σημασία του "distillate"

01

a purified liquid produced by condensation from a vapor during distilling; the product of distilling

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store