Dissolving agent
volume
British pronunciation/dɪsˈɒlvɪŋ ˈeɪdʒənt/
American pronunciation/dɪsˈɑːlvɪŋ ˈeɪdʒənt/

Ορισμός και Σημασία του "dissolving agent"

Dissolving agent
01

a liquid substance capable of dissolving other substances

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store