Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
disposable income
/dɪspˈoʊzəbəl ˈɪnkʌm/
/dɪspˈəʊzəbəl ˈɪnkʌm/
Disposable income
01
διαθέσιμο εισόδημα, εισόδημα μετά από φόρους
income (after taxes) that is available to you for saving or spending
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
διαθέσιμο εισόδημα, εισόδημα μετά από φόρους