Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
disjunctive
01
διαχωριστικός, ασύνδετος
having no connection
Παραδείγματα
The movie had a disjunctive structure, with scenes that did n’t seem to fit together in any coherent way.
Η ταινία είχε μια ασύνδετη δομή, με σκηνές που δεν φαίνονταν να ταιριάζουν με συνεκτικό τρόπο.
The two arguments were disjunctive, with no logical connection between them.
Τα δύο επιχειρήματα ήταν ασύνδετα, χωρίς λογική σύνδεση μεταξύ τους.
Λεξικό Δέντρο
disjunctive
disjunct



























