Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to disinvest
01
γδύνω, απογυμνώνω
remove (someone's or one's own) clothes
02
αποεπενδύω, μειώνω τις επενδύσεις
reduce or dispose of; cease to hold (an investment)
03
αποστερώ από καθεστώς ή εξουσία, στερώ εξουσία
deprive of status or authority
Λεξικό Δέντρο
disinvest
invest



























