LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
All-knowing
/ˈɔːlnˈəʊɪŋ/
/ˈɔːlnˈoʊɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "all-knowing"
all-knowing
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
infinitely wise
word family
all-knowing
all-knowing
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
all-inclusive
all-in-one
all-in
all-important
all-firedly
all-mains
all-metal
all-mountain ski
all-new
all-night
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App