Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dibs
01
δικαίωμα προτεραιότητας, δικαίωμα πρώτης επιλογής
a claim or right to something, usually made before others can claim it
Παραδείγματα
I called dibs on the window seat.
Ανακοίνωσα dibs στη θέση δίπλα στο παράθυρο.
She put dibs on the last piece of cake.



























