Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Depilator
01
αποτριχωτικό μηχάνημα, επιληπτήρας
a device that is used to remove undesired hair from the body
Λεξικό Δέντρο
depilator
depilate
depil
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αποτριχωτικό μηχάνημα, επιληπτήρας
Λεξικό Δέντρο