Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dental school
/dˈɛntəl skˈuːl/
/dˈɛntəl skˈuːl/
Dental school
01
σχολή οδοντιατρικής, τμήμα οδοντιατρικής
a specialized institution of higher education that provides professional training and education in dentistry
Παραδείγματα
She spent four years in dental school to earn her Doctor of Dental Surgery degree.
Πέρασε τέσσερα χρόνια στη σχολή οδοντιατρικής για να κερδίσει το πτυχίο της ως Δόκτωρ Οδοντιατρικής Χειρουργικής.
The dental school curriculum includes courses in oral anatomy, dental procedures, and patient care.
Το πρόγραμμα σπουδών της οδοντιατρικής σχολής περιλαμβάνει μαθήματα σε στοματική ανατομία, οδοντιατρικές διαδικασίες και φροντίδα ασθενών.



























