LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Delayed allergy
/dɪlˈeɪd ˈalədʒi/
/dɪlˈeɪd ˈælɚdʒi/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "delayed allergy"
Delayed allergy
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an allergic reaction that becomes apparent only hours after contact
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
delayed action
delayed
delay line
delay
delavirdine
delayer
delays are dangerous
delbruck
delectability
delectable
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App